μονοχίτων

μονοχίτων
μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + χιτών (πρβλ. ξανθο-χίτων, χρυσο-χίτων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοχίτων — wearing only the tunic masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Монохитон —    • Μονοχίτων,          у Гомера (Ноm. Od. 14, 488) οι̉οχίτων назывался тот человек, который сверх нижнего платья или рубах не надевает верхнего платья (περιβόλαιον) …   Реальный словарь классических древностей

  • μονοχιτώνων — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοχίτωνα — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοχίτωνας — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοχίτωνες — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοχίτωνι — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοχίτωνος — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοχιτωνία — μονοχιτωνία, ἡ (Μ) [μονοχίτων] το να φορά κάποιος μόνο τον χιτώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”